- πέπονθα
- πάσχωhaveperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπόνθασ' — πεπόνθᾱσι , πάσχω have perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπόνθασι — πεπόνθᾱσι , πάσχω have perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπόνθασιν — πεπόνθᾱσιν , πάσχω have perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπονθ' — πέπονθα , πάσχω have perf ind act 1st sg πέπονθε , πάσχω have perf imperat act 2nd sg πέπονθε , πάσχω have perf ind act 3rd sg πέπονται , πίνω Aër. perf ind mp 3rd pl πέποντο , πίνω Aër. plup ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Перфект — или прошедшее совершенное особый вид прошедшего времени. Основное первичное значение П., по определению Кольманна ( Ueber das Verhältniss der Tempora des lateinischen Verbums zu denen des griechischen , Эйслеб., 1881), есть выражение известного… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… … Википедия
κίνυγμα — κίνυγμα, τὸ (Α) [κινύσσομαι] καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ αἰθέριον κίνυγμ ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
πεπονθώ — έω, Μ πάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακμ. πέπονθα τού πάσχω*, κατά τα συνηρημένα σε έω / ώ] … Dictionary of Greek